- άσφαλτος
- η , ο [ος , ον ] безошибочный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άσφαλτος, η — και ο 1. ορυκτός υδρογονάθρακας που χρησιμοποιείται για οδόστρωμα: Δεν έχουν ρίξει ακόμη στο δρόμο άσφαλτο. 2. ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος: Δε δυσκολευτήκαμε καθόλου, ταξιδεύαμε συνέχεια στην άσφαλτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄσφαλτος — asphalt fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek
άσφαλτος — η, ο επίρρ. α αλάθευτος: Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πει πως είναι άσφαλτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσφάλτως — ἄσφαλτος asphalt fem acc pl (doric) ἀ̱σφάλτως , ἀσφαλτόω smear with pitch imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀσφαλτόω smear with pitch imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφάλτω — ἄσφαλτον asphalt neut nom/voc/acc dual ἄσφαλτον asphalt neut gen sg (doric aeolic) ἄσφαλτος asphalt fem nom/voc/acc dual ἄσφαλτος asphalt fem gen sg (doric aeolic) ἀ̱σφάλτω , ἀσφαλτόω smear with pitch imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀσφαλτόω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
асфальт — позднее заимств. через франц. asphalte или нем. Asphalt из лат. asphaltus, греч. ἄσφαλτος от σφάλλεσθαι опрокинуться, упасть ; связующее вещество, предохраняющее стены от падения; см. Дильс, KZ 47, 207 и сл.; Кречмер, Glotta 10, 237. •• [Ср. уже… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
смола — смоль ж., укр. смола, блр. смоль, др. русск., сербск. цслав. смола ἄσφαλτος, болг. смола (Младенов 594), сербохорв. смо̀ла смола , словен. smola, чеш. smola, smůla, слвц. smola, польск. smоɫа, в. луж. smоɫа, н. луж. smoɫa, полаб. smülа смола, ад … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Asphalt — Note: The terms bitumen and asphalt are mostly interchangeable, except where asphalt is used as an abbreviation for asphalt concrete For other uses, see Asphalt (disambiguation). Natural bitumen from the Dead sea … Wikipedia
Asfalt — Einsatz von Asphalt im Straßenbau. Frisch eingebaute und verdichtete Tragschicht. Frisch hergestelltes Asphaltmischgut lose aufgeschüttet. Die Mineralstoffe … Deutsch Wikipedia
Asphaltaufbruch — Einsatz von Asphalt im Straßenbau. Frisch eingebaute und verdichtete Tragschicht. Frisch hergestelltes Asphaltmischgut lose aufgeschüttet. Die Mineralstoffe … Deutsch Wikipedia